- επιποίησις
- ἐπιποίησις, ἡ (AM) [επιποιώ]1. προσθήκη2. διασκευή, συμπλήρωση, διαμόρφωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιποίησις — production fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιποίησιν — ἐπιποίησις production fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιποιήσεως — ἐπιποιήσεω̆ς , ἐπιποίησις production fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)